Ένα διήγημα γνωριμίας με τη Μουσική
Ο Κοσμάς ήταν αυτός που είχε την ιδέα: «Φέτος θά ’θελα να πάμε διακοπές σε κάποιο νησί». Η Δήμητρα, η αδελφή του, αναπήδησε στη θέση της με ενθουσιασμό και τα ματάκια της άστραψαν από χαρά.
Ο πατέρας τους συμφώνησε, μη μπορώντας να τους χαλάσει το χατίρι. Εξάλλου ο τελευταίος μήνας στο γραφείο τον είχε κουράσει πολύ και δεν έβλεπε την ώρα να πάρει την καλοκαιρινή του άδεια και να περάσει μερικές μέρες ξεγνοιασιάς με την οικογένειά του. Τι καλύτερο, λοιπόν, από κάποιο νησάκι στην καρδιά του Αιγαίου;
Λίγες μέρες αργότερα, η ιδέα θα γίνονταν πραγματικότητα: στο μικρό νησί με τα κάτασπρα σπίτια και τα στενά δρομάκια όλη η οικογένεια απολάμβανε καθημερινά την καθαρή θάλασσα, τον καταγάλανο ουρανό και το λαμπερό ήλιο.
Τις ώρες που επικρατούσε γύρω ησυχία τα παιδιά ξεχώριζαν μια γλυκιά Μουσική, που έρχονταν από το διπλανό σπίτι, όπου -όπως τους είπε ο πατερας- παραθέριζε μια οικογένεια Γάλλων. Πόσο όμορφα ακουγόταν μέσα στη σιγαλιά!
«Πρέπει να μάθουμε ποιος παίζει!» λέει ο Κοσμάς στην αδελφή του. Την άλλη κιόλας μέρα, η απορία τους λύθηκε. Στην αυλή που χώριζε τα δύο γειτονικά σπίτια, ένα παιδί πιο μεγάλο απ΄ αυτούς, φρόντιζε με επιμέλεια τα λουλούδια.
Στην αρχή ο Κοσμάς προσπάθησε να συνεννοηθούν με τα λίγα Γαλλικά που είχε αρχίσει να μαθαίνει τον περασμένο Χειμώνα: «Μπον ζουρ. Μουά Κοσμάς...Ισί…Δήμητρα…ε βου;» Σαν είδε όμως ένα μικρό χαμόγελο στο πρόσωπο του…συνομιλητή του, ντράπηκε λίγο.
«Κοσμά», είπε εκείνος,«Μιλώ πολύ καλά Ελληνικά, αφού η μητέρα μου είναι Ελληνίδα»
«Α!» έκαναν τα παιδιά με έκπληξη και χαρά, αφού θα μπορούσαν να γνωρίσουν έναν Γάλλο, μιλώντας του Ελληνικά!
«Με λένε Ρεμί. Το Φθινόπωρο θα πάω στη δευτέρα Γυμνασίου».
«Εγώ, στην Τετάρτη Δημοτικού»,είπε ο Κοσμάς, «και η Δήμητρα στη Δευτέρα».
«Πιστεύω πως θα περάσουμε μαζί πολύ ευχάριστα τις διακοπές».
Ο Κοσμάς δεν άντεξε:«Πες μου σε παρακαλώ, μον αμί Ρεμί», τονίζοντας εκείνο το «μον αμί»(=φίλε μου), για να δείξει ότι δήθεν θα μπορούσε να συνεννοηθεί με τον καινούργιο φίλο του, ακόμη και στα Γαλλικά, «Πες μου, στο δικό σας διαμέρισμα παίζει κανείς Μουσική;»
«Α! ναι. Σπουδάζω κιθάρα στο Ωδείο και τώρα το Καλοκαίρι την πήρα μαζί μου, για να περνώ την ώρα μου, μα και για να μην ξεχνώ αυτά που έχω μάθει.»
«Τι είναι το Ωδείο;» ρώτησε η Δήμητρα, ύστερα από ώρα σιωπής.
«Ωδείο είναι ένα σχολείο, όπου μπορείς να μάθεις Μουσική» απάντησε ο Ρεμί.
«Ναι!»,επιβεβαίωσε με ιδιαίτερο ύφος ο Κοσμάς. «Μαθαίνεις να τραγουδάς, να παίζεις διάφορα όργανα… Πρέπει να είναι πολύ ενδιαφέρον! Το Φθινόπωρο, όταν επιστρέψουμε στο σπίτι, θα παρακαλέσω τον μπαμπά να με γράψει στο Ωδείο, για να μάθω Μουσική»
«Κι εγώ θα πάω να μάθω», είπε η Δήμητρα με ζήλια. «Μου αρέσει πολύ να τραγουδάω. Στο δελτίο προόδου του Σχολείου, έχω πάντα άριστα στη Μουσική.»
«Ναι, αλλά στα Μαθηματικά τι έχεις;», έριξε το φαρμάκι του ο Κοσμάς. Η Δήμητρα ντράπηκε. Όμως ο Ρεμί την έβγαλε από τη δύσκολη θέση:
«Ελάτε στο σπίτι», είπε, «να σας δείξω την κιθάρα μου και τα βιβλία, απ’ όπου μαθαίνω τα τραγούδια, που –όπως είπατε- ακούτε κι εσείς δίπλα.»
Τα παιδιά πέρασαν γρήγορα την αυλόπορτα και βρέθηκαν στο σπίτι του Ρεμί.
«Αλήθεια, πιστεύω να μην σας ενοχλώ με το παίξιμό μου» είπε και κατευθύνθηκαν προς το δωμάτιό του.
«Ενοχλητικό αυτό το τόσο ωραίο όργανο;», έκανε η Δήμητρα, που ξαναβρήκε το θάρρος, μετά την ψυχρολουσία που της πρόσφερε ο αδελφός της.
«Ίσα-ίσα», πρόσθεσε ο Κοσμάς. «Χαιρόμαστε να σε ακούμε…ίσως και να ζηλεύουμε λιγάκι, που ξέρεις να παίζεις τόσο όμορφα!».
«Ε! όχι, δεν ξέρω ακόμη! Απλά μαθαίνω. Για να πεις ότι ξέρεις καλά ένα όργανο, χρειάζονται πολλά χρόνια συστηματικής μελέτης».
«Ωχ!» έκανε με δυσφορία η Δήμητρα. «Κι εδώ μελέτη;»
«Ναι, και μάλιστα –σχεδόν- καθημερινή! Αν δεν εξασκείσαι τακτικά, δεν πετυχαίνεις τίποτε!».
Τα παιδιά βολεύτηκαν στον αναπαυτικό καναπέ. Το βλέμμα τους έπεσε κατ΄ευθείαν στην κιθάρα, που ήταν τοποθετημένη σε μια θήκη, με το ίδιο σχήμα.
«Η Κιθάρα» είπε ο Ρεμί, «είναι ξύλινο όργανο. Για να προστατεύεται από την υγρασία, αλλά και για να μην σκονίζεται, όταν δεν παίζουμε, πρέπει να την βάζουμε στη θήκη της».
«Ξύλινη;»,ρώτησε η Δήμητρα. «Μα εγώ όταν βλέπω κιθάρα στην τηλεόραση, έχει πολλά σχέδια, γυαλιστερά χρώματα και δεν μοιάζει για ξύλινη!».
«Α! εκείνη είναι ηλεκτρική κιθάρα», έσωσε το γόητρο των μουσικών γνώσεων της οικογένειας ο Κοσμάς.
«Η διαφορά είναι όχι μόνο στην εμφάνιση, αλλά και στον τρόπο που βγαίνει ο ήχος», συμπλήρωσε ο Ρεμί. «Στην ηλεκτρική κιθάρα ο ήχος ενισχύεται κι αλλάζει, παραμορφώνεται με ειδικά ηλεκτρικά συστήματα, ενώ στην Κλασική κιθάρα, όπως είναι η δική μου, ό,τι παίξεις με τα δάκτυλά σου, αυτό ακούγεται. Ο ήχος της είναι γλυκός, φυσικός, χωρίς να έχει ανάγκη καμιά παραμόρφωση»
Καθώς άνοιξε τη θήκη και φάνηκε το όμορφο όργανο, η Δήμητρα δεν μπόρεσε να κρύψει ένα επιφώνημα θαυμασμού.
« Κλασική την είπες;» ρώτησε ο Κοσμάς.
«Κλασικό», εξήγησε ο Ρεμί, «είναι ό,τι είναι παλαιό μεν, αλλά με παντοτινή αξία κι ομορφιά».
«Καλά, από ομορφιά …σκίζει, αλλά παλιά; Πόσα χρόνια την έχεις την κιθάρα σου;» ρώτησε με αφέλεια η Δήμητρα.
«Η κιθάρα μου δεν είναι παλιά, πέρυσι την αγόρασα» απάντησε με κατανόηση ο Ρεμί, «αλλά θέλω να πω ότι μ΄αυτήν τη μορφή κατασκεύαζαν την κιθάρα και παλαιότερα. Βέβαια, με το πέρασμα του χρόνου, άλλαξαν μερικά πράγματα, όπως ο αριθμός των χορδών».
«...’Εξι είναι!!!» φώναξε η Δήμητρα, λες και έλυσε κάποιο σπουδαίο πρόβλημα. «Αλλά δεν είναι όλες ίδιες» συμπλήρωσε, παρατηρώντας πιο προσεκτικά. Ο Ρεμί επιβεβαίωσε τα λόγια της:
«Οι πάνω χορδές είναι μεταλλικές και μας δίνουν τους βαρείς ήχους, τα ‘μπάσα’ όπως λέγονται. Οι κάτω είναι νάυλον και μας δίνουν τους πιο γλυκούς, λεπτούς ήχους, τα ‘πρίμα’. Παλιότερα, η κιθάρα ήταν παραλλαγή του λαούτου και είχε οκτώ ή ακόμη και δώδεκα χορδές»
«Κι αυτό το άνοιγμα, εδώ στη μέση; Γιατί το έχει;» συνεχίστηκε η βροχή των ερωτήσεων από τη Δήμητρα. Εδώ ο Κοσμάς φάνηκε ικανός να απαντήσει μόνος του : «Ε! αυτό είναι το ηχείο!»
«Το στόμιο του ηχείου», διόρθωσε ο Ρεμί. «Ο ήχος που παράγεται καθώς χτυπάμε με τα δάκτυλά μας τις χορδές, δυναμώνει κι ομορφαίνει μέσα σ΄αυτό το ξύλινο κουτί…»
«…που είναι κούφιο…» πετάχτηκε ξανά ο Κοσμάς.
«Έτσι, λοιπόν, ο ήχος δυναμωμένος και γλυκός, βγαίνει απ΄αυτό το στόμιο»
«Κι αυτό το μακρύ μαύρο ξύλο με τα σιδεράκια πάω του;»
«Αυτό είναι το ‘μπράτσο’ της κιθάρας και τα σιδεράκια λέγονται ‘τάστα’. Μας δείχνουν πού ακριβώς πρέπει να πατήσουμε τη χορδή με τα δάκτυλα του αριστερού μας χεριού, ώστε να βγει σωστός ο ήχος που θέλουμε» , είπε ο Ρεμί.
Τον Κοσμά, όμως, κάτι φαινόταν να τον απασχολεί από ώρα: «Πες μου Ρεμί, είναι πολύ ακριβή μια κιθάρα;»
«Εξαρτάται από το είδος του ξύλου, που έχει χρησιμοποιήσει ο κατασκευαστής. Πάντως οι περισσότερες κιθάρες είναι σχετικά φθηνές»
…Αυτό περίμενε ν΄ακούσει ο Κοσμάς. Αμέσως μπήκε σε νέες σκέψεις, που –όμως- δεν τις φανέρωσε μπροστά στη Δήμητρα.
«…Υπάρχουν βέβαια και πολύ ακριβές», συνέχισε ο Ρεμί,«αλλά αυτές είναι κατασκευασμένες ‘στο χέρι’, κι από σπάνια είδη ξύλου. Το σίγουρο είναι ότι, αυτό που έχει πραγματικά πολύ μεγάλη αξία, είναι η ευχαρίστηση που μας προσφέρει η Μουσική!»
«Σε παρακαλώ Ρεμί, παίξε μας κάτι!» είπε η Δήμητρα.
Ο Ρεμί δεν μπορούσε να τους αρνηθεί. Πήρε την κιθάρα και άρχισε να παίζει. Τα δάκτυλά του πότε γλιστρούσαν γρήγορα πάνω στις χορδές και πότε τις άγγιζαν τόσο απαλά, που νόμιζες ότι φοβόταν μη σπάσουν. Τα παιδιά ενθουσιάστηκαν! Σχεδόν κρατούσαν την ανάσα τους, για να απολαύσουν καλύτερα την υπέροχη μουσική που τους χάριζε ο Ρεμί.
Κι όταν τελείωσε, ένιωσαν σαν να ξύπνησαν από το πιο γλυκό παραμυθένιο όνειρο.
«Μπράβο, μπράβο Ρεμί!» φώναξαν και ξέσπασαν σε δυνατό χειροκρότημα.
«Αχ! Πολύ μου άρεσε!» είπε με αναστεναγμό η Δήμητρα. «Αν μπορούσα να παίζω κι εγώ έτσι, χαλάλι το διάβασμα…» συμπλήρωσε γελώντας.
«Το τραγούδι που μας έπαιξες, κάπου το έχω ξανακούσει- ίσως στο ραδιόφωνο- όμως δεν ξέρω ποιο είναι» είπε ο Κοσμάς.
«Το τραγούδι λέγεται ‘Ρομάνς ντ’ αμούρ’» απάντησε με τη γνήσια γαλλική προφορά του ο Ρεμί. «Είναι ένα όμορφο ερωτικό κομμάτι και είναι έργο κάποιου άγνωστου συνθέτη».
«’Αγνωστου; Δηλαδή;» άρχισε πάλι η Δήμητρα «…Δεν υπήρξε καθόλου;"
«Ε! όχι. Δεν είναι δα και φάντασμα! Ο συνθέτης αυτός έζησε πολύ παλιά: πριν 400 χρόνια περίπου. Την εποχή εκείνη, οι συνθέτες δεν είχαν ούτε την τηλεόραση με τα βίντεο-κλιπς ή το ραδιόφωνο, ούτε τις δισκογραφικές εταιρείες ή άλλα μέσα για να προβάλλουν τα έργα τους. Έτσι πολλοί απ’ αυτούς έμειναν άγνωστοι και παραμελημένοι».
«Τι κρίμα!» είπε ο Κοσμάς. «Τόσο σπουδαίοι καλλιτέχνες, σαν τον συνθέτη αυτού του τραγουδιού, να μην έχουν τις ευκαιρίες, που θα τους έκαναν όχι μόνο γνωστούς, αλλά και διάσημους!» .
«Ευτυχώς, πολλά από τα έργα εκείνης της εποχής έχουν σωθεί, αφού γράφτηκαν στο πεντάγραμμο», είπε ο Ρεμί και έδειξε στα παιδιά ένα βιβλίο με νότες. «Ορίστε! Αυτό είναι η ‘Ρομάνς ντ’αμούρ’», συνέχισε ανοίγοντας το βιβλίο σε μια σελίδα. Η Δήμητρα δεν κρατήθηκε :
«Καλά…αυτά τα πράγματα, είναι το τραγούδι που μας έπαιξες πριν από λίγο; Μα αυτά είναι ακαταλαβίστικα! Δεν διαβάζονται με τίποτε!»
«’Ολα στην αρχή είναι δύσκολα. Μετά μαθαίνεις σιγά-σιγά. Ούτε έκανα κανένα κατόρθωμα, επειδή διαβάζω νότες. Όλοι μπορούν να μάθουν μουσική. Αρκεί να το θέλουν πραγματικά.»
«Ωραία!» είπε ο Κοσμάς, που πήρε θάρρος από τα τελευταία λόγια του καινούργιου φίλου του. «Πολύ χαίρομαι που θα μπορώ να διαβάζω κι εγώ νότες, όταν θα πάω στο Ωδείο»
«Αν θέλεις», προθυμοποιήθηκε ο Ρεμί, «μπορώ να σου δείξω εγώ μερικά απ’ αυτά, τώρα».
«Αν θέλω;», έκανε ο Κοσμάς. «Θέλω και πολύ μάλιστα! Αφού το αποφάσισα κι όλας, πως όταν μεγαλώσω θα γίνω μουσικός!»
«Μέχρι χθες, έλεγες πως ήθελες να γίνεις αεροπόρος» τον παρατήρησε ο Δήμητρα.
«Ε!…άλλο χθες…Σήμερα γνώρισα τον Ρεμί και τη Μουσική ! ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου